- αντίτολμος
- ἀντίτολμος, -ον (Α)αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίτολμον — ἀντίτολμος boldly attacking masc/fem acc sg ἀντίτολμος boldly attacking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)